- πολύτεκνος
- η , ο [ος , ον ] многодетный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολύτεκνος — bearing many children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτεκνος — η, ο / πολύτεκνος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλά τέκνα, ο γονέας πολλών παιδιών νεοελλ. (νομ.) ο γονέας τεσσάρων, τουλάχιστον, τέκνων, αριθμό τον οποίο πρόσφατος νόμος περιόρισε σε τρία μσν. αρχ. αυτός που απαρτίζεται από πολλά τέκνα («πολύτεκνος… … Dictionary of Greek
πολύτεκνος — η, ο αυτός που έχει πολλά παιδιά, αλλ. πολυπαιδάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύτεκνον — πολύτεκνος bearing many children masc/fem acc sg πολύτεκνος bearing many children neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτεκνοτάτους — πολύτεκνος bearing many children masc acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτέκνοις — πολύτεκνος bearing many children masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτέκνου — πολύτεκνος bearing many children masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυτέκνους — πολύτεκνος bearing many children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτεκνα — πολύτεκνος bearing many children neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτεκνε — πολύτεκνος bearing many children masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύτεκνοι — πολύτεκνος bearing many children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)